- οφρυούμαι
- ὀφρυοῡμαι, -όομαι (Α) [οφρύς]1. ανασηκώνω τα φρύδια2. (κατ' επέκτ.) φέρομαι αλαζονικά, υπερηφανεύομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀφρυοῦμαι — ὀφρυάω to have ridges pres ind mp 1st sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοφρυούμαι — κατοφρυοῡμαι, όομαι (ΑΜ) συνοφρυώνομαι υπερβολικά αρχ. φρ. «κατωφρυωμένοι λόγοι» αυστηρά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀφρυοῦμαι «είμαι υπεροπτικώς ακατάδεκτος»] … Dictionary of Greek
οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
οφρύωμα — ὀφρύωμα, τὸ (Μ) [οφρυούμαι] μτφ. υπεροψία, έπαρση … Dictionary of Greek
οφρύωσις — ὀφρύωσις, ἡ (ΑΜ) [οφρυούμαι] το χείλος τής κοτύλης τού ανώνυμου οστού τής πυέλου, στην οποία διαρθώνεται η κεφαλή τού μηριαίου οστού αρχ. υπεροψία, έπαρση … Dictionary of Greek